- βυθός
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος.
* * *ο (AM βυθός, Α και βυσσός, ιων. τ.)1. ο πυθμένας, ο γήινος όγκος κάτω από το νερό θάλασσας, ποταμού ή λίμνης2. η κατώτατη στάθμη («βυθός αμαρτίας», «βυθός άγνοιας», «βυθὸς ἀγνοίας», «βυθὸς ἀτεχνίης», «ἐκ βυθοῡ κριμάτων με ἀνάστησον»)αρχ.φρ. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα» — αίμα που αναβλύζει απ' το βάθος της πληγής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα του Ησυχίου «γυθίσσωνδιορύσσων» οδήγησε στην υπόθεση πως η λ. βυθός άρχιζε με χειλοϋπερωικό φθόγγο και πως, ως εκ τούτου, συνδέεται με τα βαθύς* και βήσσα* (< *gwādh «βυθίζω, καταδύω»), ενώ το β- τού βυθός ερμηνεύθηκε από αναλογία προς το βαθύς. Στην υπόθεση όμως αυτή προκαλεί δυσκολίες ο τ. βένθος* που προϋποθέτει διαφορετική μετάπτωση της ρίζας. Εάν δεν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. γυθίσσων, τότε μπορεί ηλ. βυθός να αναχθεί σε ρίζα *dhub- «βαθύς, κοίλος», με αντιστροφή. Η σύνδεση εξάλλου της λ. βυθός με τη λ. πυθμήν προϋποθέτει ινδοευρ. ρίζα *budh-παράλληλα προς τη ρίζα *bhudh- «πυθμένας», ενώ από σημασιολογικής απόψεως η λ. βυθός τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την κάτω από το θαλάσσιο νερό γήινη επιφάνεια, ενώ η λ. πυθμήν είναι γενικότερη και χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη βάση, την κατώτατη επιφάνεια ορισμένων σκευών. Στην αρχαία Ελληνική απαντά πολύ πιο συχνά από τη λ. βυθός. Τέλος ο τ. βυσσός < *βυθ-yός ή *βυθ-σός.ΠΑΡ. βυθίζω, βύθιος, βυθώαρχ.βυσσόθεν. ΣΥΝΘ (Α' συνθετικό) αρχ. βυθοτρεφής, βυσσόφρων μσν. βυθότροφοςμσν.- νεοελλ.βυσσοδομώνεοελλ.βυθοκόρος, βυθομετρώ, βυθοσήμανση, βυθοσκόπηση, βυθοσκόπιο(Β' συνθετικό) άβυθοςαρχ.πολύβυθος.
Dictionary of Greek. 2013.